- παπαδοκρατούμαι
- βρίσκομαι κάτω από την απόλυτη εξουσία του κλήρου, την παπαδοκρατία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παπαδοκρατούμαι — έομαι βρίσκομαι υπό την απόλυτη εξουσία τού κλήρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παπάς / παπάδες + κρατούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στο περιοδικό Φλοξ] … Dictionary of Greek
παπαδοκρατία — η [παπαδοκρατούμαι] η απόλυτη και καταθλιπτική κυριαρχία τού κλήρου πάνω στον λαό, κληρικοκρατία … Dictionary of Greek